- συναιρετικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συναιρῶ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο από κοινού μάζεμα («οἱ ἄζωνοι συναιρετικοὶ βούλονται εἶναι τῶν ζωνῶν», Δαμάσκ. Αρχ.)2. ο επιτήδειος για περίληψημσν.αυτός που είναι μαζί με άλλον μέλος μιας αίρεσης.
Dictionary of Greek. 2013.